Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γούσλα — και γούζλα, η έγχορδο όργανο τών Σέρβων … Dictionary of Greek
γουσλάρος — και γουζλάρος, ο [γούσλα] πλανόδιος οργανοπαίκτης στη Σερβία … Dictionary of Greek
γούζλα — γουζλάρος, γουζλί βλ. γούσλα κ.λπ … Dictionary of Greek